- εφαρμόσιμες
- η , ο [ος , ον ]1) подходящий; годный для прилаживания, подгонки; 2) применяемый; применимый; осуществимый, выполнимый; 3) мат. конгруэнтный;
εφαρμόσιμεςα σχήματα — конгруэнция
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εφαρμόσιμεςα σχήματα — конгруэнция
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Λόρεντς, Κόνραντ — (Konrad Lorenz, Άλτενμπεργκ, Αυστρία 1906 – 1989). Αυστριακός γιατρός. Αν και αρχικά ενδιαφερόταν να ασχοληθεί με την παλαιοντολογία και τη ζωολογία, σπουδάζοντας ιατρική ανακάλυψε ότι η συγκριτική ανατομική και εμβρυολογία προσέφερε καλύτερη… … Dictionary of Greek